χυδαιότης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A vulgarity, Jul.Gal.43b, 238b.
German (Pape)
[Seite 1384] ἡ, Gemeinheit, bes. des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 196.
Greek (Liddell-Scott)
χῠδαιότης: -ητος, ἡ, τρόπος χυδαῖος, «προστυχιά», Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 160.