εὐτοκία

From LSJ
Revision as of 23:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτοκία Medium diacritics: εὐτοκία Low diacritics: ευτοκία Capitals: ΕΥΤΟΚΙΑ
Transliteration A: eutokía Transliteration B: eutokia Transliteration C: eftokia Beta Code: eu)toki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A easy delivery, Call.Epigr.54, AP9.268 (Antip. Thess.), Sor.1.70, Plu. Rom.21; τρισσὴ εὐ. three children happily born, AP9.349 (Leon.).    2 fertility, γυναικῶν Ph.1.183; of crops, ib.301.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτοκία: ἡ, εὐτυχὴς τοκετός, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 56, Ἀνθ. Π. 9. 268· τρισσὴ εὐτ., τριῶν τέκνων εὐτυχὴς γέννησις, αὐτόθι 349.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
enfantement heureux ou fécond.
Étymologie: εὔτοκος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτοκία, Α και ιων. τ. εὐτοκίη) εύτοκος
εύκολη γέννηση, εύκολος τοκετός
νεοελλ.
ιατρ. ο τοκετός που γίνεται εύκολα, φυσιολογικά και ομαλά, χωρίς επιπλοκές
αρχ.
1. φρ. «τρισσή εὐτοκία» — η εύκολη γέννηση τριών παιδιών
2. (για γυναίκες) γονιμότητα.

Greek Monotonic

εὐτοκία: ἡ, ευτυχισμένος τοκετός, γέννηση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτοκία: ἡ тж. pl. легкие или благополучные роды Plut.: τρισσὴ εὐ. Anth. трое благополучно рожденных детей.

Middle Liddell

εὐτοκία, ἡ,
happy child-birth, Anth. [from εὔτοκος