πω

From LSJ
Revision as of 15:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πω Medium diacritics: πω Low diacritics: πω Capitals: ΠΩ
Transliteration A: Transliteration B: Transliteration C: po Beta Code: pw

English (LSJ)

Ion. κω, enclit. Particle,

   A up to this time, yet, in early Ep. always with a neg., with which it sts. forms one word, cf. οὔπω, μήπω, etc.; sts. a word is interposed, οὐδ' ἄρα πώ τι ᾔδεε Il.17.401; μὴ δή πω . . λυώμεθα . . ἵππους 23.7, cf. A.Pr.27,511, S.OT105, Tr.591,1061, etc.; μὴ συναλλάξαντά πω Id.OT1110.    II at all, with neg. in Ep., οὐδέ τί πω ἴδμεν (που Ar.Byz.) Il.1.124; οὔ πω τλήσομ' 3.306; μὴ δή πω χάζεσθε 15.426: after Hom. sts. with questions which imply a negative, ἢ ξυναλλάξας τί πω; S.OT1130 (v.l. που) ; πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε; has ever a city meditating revolt . .? Th. 3.45.

German (Pape)

[Seite 826] ion. κω, enklit. Partikel, noch, je, irgend; gewöhnlich bei Hom. u. Hes.; bei Pind. immer nach einer Negation, οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, noch nicht, die oben angeführt sind, wie οὐπώποτε, οὐδεπώποτε. – Ohne Verneinung in Fragen, die nur ein anderer Ausdruck für eine Negation sind; Soph. O. R. 1130; πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε, welche irgend abtrünnige Stadt, Thuc. 3, 45. – Es ist ursprünglich dor. = που, und wurde nach den VLL. von den Doriern, bes. den Siciliern auch für πόθεν gebraucht; πῶ τις ὄνον ὠνασῆται; Sophron bei E. M., wovon soll man einen Esel kaufen? Vgl. πώμαλα.

Greek (Liddell-Scott)

πω: Ἰων. κω, ἐγκλιτ. μόριον, μέχρι τοῦδε, ἀκόμη, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., ὡς τὸ Λατ. -dum (non-dum), μεθ’ ἧς πολλάκις ἀποτελεῖ μίαν λέξιν οὔπω, μήπω, ἡ δὲ χρῆσις ἐπεκράτησε μετὰ ταῦτα· ἴδε οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, οὔτιπω, καὶ μάλιστα· τὸ πώποτε· - ἐνίοτε περεμβάλλεται ἄλλη τις λέξις, οὐδ’ ἄρα πώ τι ᾔδεε Ἰλ. Ρ. 401, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 27. 512, Σοφ. Ο. Τ. 105, Τρ. 591, 1061, κτλ· μὴ ξυναλλάξαντά πω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1110. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἐνίοτε κεῖται μετ’ ἐρωτήσεων, αἵτινες ὑπονοοῦσιν ἄρνησιν, ἢ ξυναλλάξας τί πω; - οὐχ ὥστε γ’ εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο αὐτόθι 1130 πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε Θουκ. 3. 45· ἴδε ἐν λ. πώποτε.

English (Slater)

πω c. neg.,
   1 not yet σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὖρεν (O. 12.7) ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις (I. 2.6) [ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χόα (vel χεία) πω καλῶν δάμασεν (cod. contra metr.: ὑπὸ χείᾳ καλῶν Tricl., edd. plerique: fort. locus magis corruptus) (I. 8.70) ]

English (Strong)

another form of the base of -πώς; an enclitic particle of indefiniteness; yet, even; used only in the comparative. See μηδέπω, μήπω, οὐδέπω, οὔπω, πώποτε.

Greek Monolingual

και ιων. τ. κω Α
(εγκλιτ. μόριο)
1. μέχρι τώρα, ακόμη («μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. (με άρνηση) καθόλου, με κανέναν τρόπο
3. κάπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μόριο πω έχει σχηματιστεί από το θ. των αόρ. επιρρ. και αντωνυμιών πο- και απαντά συχνότερα συνθ. με τα αρνητικά: οὔ-πω, μή-πω, πώ-ποτε (βλ. λ. πο-)].

Greek Monotonic

πω: Ιων. κω, εγκλιτ. μόριο·
I. μέχρι αυτή τη στιγμή, ακόμη, σχεδόν πάντα με άρνηση (όπως το Λατ. -dum στο non-dum) με την οποία αποτελεί μια λέξη, οὔπω, μήπω·
II. μετά τον Όμηρο με ερωτήσεις που υπονοούν άρνηση, σε Σοφ., Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πω, Ion. κω [~ πο-] encl. partikel nog, meestal met ontk.:; μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους laten we de paarden nog niet losmaken Il. 23.7; οὐδεὶς δέ πω nog niemand Hp. Vict. 69; meestal in compos. met ontk., zie οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, οὐπώποτε, μηδεπώποτε. ooit, met ontk.:; οὔ πω τλήσομ ’ ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρᾶσθαι ik zal het nooit verdragen met eigen ogen te zien Il. 3.306; μή πώ τι μεθίετε θούριδος ἀλκῆς laat jullie onstuimige kracht toch nooit verslappen Il. 4.234; post-hom. in vragen met ontkennende strekking:. ἦ ξυνήλλαξάς τί πω; heb je hem ooit wel eens ontmoet? Soph. OT 1130; πόλις... ἀφισταμένη τίς πω... τούτῳ ἐπεχείρησεν; welke stad die afvallig werd heeft dat ooit ondernomen? Thuc. 3.45.2.

Frisk Etymological English

Grammatical information: enclit. pcle.
Meaning: ever, still (Il.)_, almost always after negation, οὔ-πω, μή-πω, οὑ πώποτε, Dor. (Epich.) οὑ πώποκα, posthom. also in questions with negating sense τί πω etc.
Other forms: Ion. κω; besides Dor. πη in ἄλλη πη anywhere else (Cyrene), πήποκα ever (Sparta Va, Theoc. a.o.).
Origin: IE [Indo-European] [644] *kʷo-h₁ `ever, still
Etymology: Fixed instr. = OP confirming pcle. resp. Goth. ƕe anyhow, IE *kʷo-h₁, kʷe-h₁ from pron. *kʷo-, s. πόθεν w. lit.; cf. Schwyzer-Debrunner 579, with further details.

Middle Liddell


I. up to this time, yet, almost always with a negat. (like Lat. -dum in nondum), with which it forms one word, οὔπω, μήπω.
II. after Hom., with questions which imply a negative, Soph., Thuc.

Frisk Etymology German

πω: (seit Il.),
{pō}
Forms: ion. κω; Daneben dor. πη in ἄλλη πη irgend anderswo (Kyrene), πήποκα je (Sparta Va, Theok. u.a.).
Grammar: enklit. Part.
Meaning: je, noch, fast immer nach Negation, οὔπω, μήπω, οὐ πώποτε, dor. (Epich.) οὐ πώποκα, nachhom. auch in Fragen mit negierendem Sinn τί πω u.ä.
Etymology : Erstarrter Instr. = apers. verstärkende Part. bzw. got. ƕe irgendwie, idg. *qʷō, qʷē vom Pron. *qʷo-, s. πόθεν m. Lit.; dazu Schwyzer-Debrunner 579, wo weitere Einzelheiten.
Page 2,632