ἀλλότης
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
τητος, ἡ,
A otherness, Simp. in Ph.862.13.
Spanish (DGE)
-τητος, ἡ
fil. cualidad de ser otro, otredad como propia del cambio substancial οὔτε ἀλλοίωσις ἀλλὰ ἀλλότης μᾶλλον Simp.in Ph.862.13.
Greek Monolingual
ἀλλότης (-ητος), η (Μ) ἄλλος
το να είναι κανείς άλλος, διαφορετικός.