ἀνάπτυξις
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A opening, gaping, τοῦ στόματος ib.602a29. 2 explanation, Id.Rh.Al.1435b18, cf. Plu.2.382d, Ath.1.1a.
German (Pape)
[Seite 204] ἡ, die Entwickelung, Erklärung, Arist. rhet. Al. 26; Ath. 1 a; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπτυξις: -εως, ἡ, τὸ ἀνοίγειν, ἄνοιγμα, τοῦ στόματος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 13. 2) ἀνάπτυξις, ἑρμηνεία, ἐξήγησις, ὡς τὸ ἀνάπλωσις ὁ αὐτ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 26, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 382D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
explication.
Étymologie: ἀναπτύσσω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 abertura τοῦ στόματος Arist.PA 662a29, de las fístulas, Antyll. en Orib.44.20.6.
2 dual apertura, despliegue τοῦ ζῴου Heph.Astr.3.6.8.
3 despliegue, exhibición de vestidos, Plu.2.382d.
4 multiplicidad de los nombres de los peces, Ath.1a.
5 gram. epéntesis τὸ πνύω κατὰ ἀνάπτυξιν πινύω Sud.s.u. ἀπινύσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπτυξις: εως ἡ
1) раскрывание, раскрытие (τοῦ στόματος Arst.);
2) развертывание, разворачивание (sc. τῶν αἰσθητῶν Plut.);
3) рит. развитие, разъяснение (ἀ. ἢ ἄλλη διαίρεσις Arst.).