ἀρχαιολογία

From LSJ
Revision as of 12:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιολογία Medium diacritics: ἀρχαιολογία Low diacritics: αρχαιολογία Capitals: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: archaiología Transliteration B: archaiologia Transliteration C: archaiologia Beta Code: a)rxaiologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A antiquarian lore, ancient legends or history, Pl. Hp.Ma.285d, D.S.2.46, D.H.1.4, Str.11.14.12; title of works by Cleanthes, Josephus, and Hieronymus Aegyptius, cf. J.AJ1.3.6.

German (Pape)

[Seite 364] ἡ, Erzählungen alter Geschichte, Plat. Hipp. mai. 285 d u. öfter; D. Sic. 2, 46; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιολογία: ἡ, ἱστορικὴ ἔρευνα ἀρχαίων πραγμάτων, ἐξέτασις ἀρχαίων μύθων καὶ παραδόσεων, περὶ πάσης τῆς ἀρχαιολογίας ἥδιστα ἀκροῶμαι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 285D, Διόδ. 2. 46, Διον. Ἁλ. 1.4.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
historia antigua, leyendas antiguas πάσης τῆς ἀρχαιολογίας ἥδιστα ἀκροῶνται Pl.Hp.Ma.285d, ἐν ταῖς ἀρχαιολογίαις D.S.1.9, cf. D.S.2.46, 4.1, D.H.1.4, Str.9.5.16, 11.14.12, Ph.1.513, 2.292, Plu.Thes.1, 2.855d, Philostr.VS 510
como tít. de obras Antigüedades Φανόδημος ὁ τὴν Ἀττικὴν γράψας ἀρχαιολογίαν D.H.1.61, Ἱερώνυμος ... ὁ τὴν ἀρχαιολογίαν τὴν Φοινικικὴν συγγραψάμενος I.AI 1.94, Μωσέως ἐν ταῖς ... ἀρχαιολογίαις κατακλυσμὸν ἱστορήσαντος Eus.PE 9.10.7, cf. Cleanth.Stoic.1.107, Ῥωμαϊκὴ ἀ. D.H.tít., Ἰουδαϊκὴ ἀ. I.AI tít.

Greek Monolingual

η (Α ἀρχαιολογία)
νεοελλ.
επιστήμη που μελετά τα αρχαία μνημεία
αρχ.
η εξέταση ή η αφήγηση αρχαίων μύθων και παραδόσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -λογία < λόγος < λέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχαιολογία: ἡ рассказ(ы) о старине Plat., Diod., Plut.