ἡ,
A deerskin, Poll.7.90.
ἐλαφῆ: ἡ, δέρμα ἐλάφου, ὡς τὸ λεοντῆ, «ἡ δὲ εὔμαρις κοινὸν ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας, βαρβαρικὸν μὲν εὕρημα, ἐξ ἐλαφῆς δὲ πεποιημένον» Πολυδ. Ζ΄, 90, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 320.
ἐλαφῆ, η (Α)δέρμα ελαφιού.