ἐνεῖδον

Revision as of 21:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

aor. 2 with no pres. in use, ἐνοράω being used instead,

   A see or observe in, τι ἔν τινι Th.1.95; τί τινι X.An.7.7.45: c. acc., observe, remark, S.Ph.854 (lyr.): c. part., πλέον ἐνεῖδον σχήσοντες Th. 7.36: c. inf., ἃ ἀρωγὰ ἐνείδομεν . . ἔσεσθαι ib.62: c. dat., gaze at, ἀτενὲς ἐ. αὐγῇ Orib.Eup.4.13.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεῖδον: ἀόρ, β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ χρησιμοποιεῖται τὸ ἐνοράω, βλέπω ἢ παρατηρῶ ἔν τινι, ὅπερ καὶ ἐν τῷ Παυσανίᾳ ἐνεῖδον Θουκ. 1. 95· κακόνοιάν τινα ἐνιδόντας Ξεν. Ἀν 7. 7, 45· ἀπολ., παρατηρῶ, προβλέπω, Σοφ. Φιλ. 854· μετὰ μετοχ., πλέον ἐνεῖδον σχήσοντες Θουκ. 7. 36· μετ’ ἀπαρ., ἃ ἀρωγὰ ἐνείδομεν... ἔσεσθαι αὐτόθι 62.

French (Bailly abrégé)

ao.2 de ἐνοράω.

Spanish (DGE)

v. ἐνοράω.

Greek Monotonic

ἐνεῖδον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση με το ἐνοράω να χρησιμ. αντί αυτού· παρατηρώ κάτι, τι ἔν τινι, σε Θουκ.· τί τινι, σε Ξεν.· απόλ., παρατηρώ, διακρίνω, βλέπω μέσα από, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεῖδον: aor. 2 к ἐνοράω.

Middle Liddell

[aor2 with no pres. in use, ἐνοράω being used instead
to observe something in a person, τι ἔν τινι Thuc.; τί τινι Xen.: absol. to observe, Soph.