λιπόπνοος

From LSJ
Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόπνοος Medium diacritics: λιπόπνοος Low diacritics: λιπόπνοος Capitals: ΛΙΠΟΠΝΟΟΣ
Transliteration A: lipópnoos Transliteration B: lipopnoos Transliteration C: lipopnoos Beta Code: lipo/pnoos

English (LSJ)

ον, contr. λῐπό-πνους, ουν,

   A breathless, dead, AP12.132 (Mel.), APl.4.110.5 (Id.), 133.5 (Philostr.).    II without wind, deadly still, Ἅιδης Orph.H.18.9.

German (Pape)

[Seite 52] den der Athem verlassen hat, athemlos, ohnmächtig oder todt, Antip. Sid. 43 (Plan. 133), u. öfter in der Anth. Auch vom Hades, Orph. H. 17, 9.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ τῆς πνοῆς, ἄπνους, νεκρός, Ἀνθ. Π. 12. 132, Ἀνθ. Πλαν. 110, 133. ΙΙ. περὶ τοῦ Ἅιδου, ἔνθα λείπει πᾶσα πνοή, ἔνθα ἐπικρατεῖ νεκρικὴ ἡσυχία, Ὀρφ. Ὕμν. 17. 9.

Greek Monotonic

λῐπόπνοος: -ον, συνηρ. λιπόπνους, -ουν (πνοή)· εγκαταλελειμμένος από πνοή, αυτός που δεν έχει πνοή, άπνους, νεκρός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπόπνοος: стяж. λιπόπνους 2 бездыханный Anth.