λεηλασία
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
Ep. λεηλασίη, ἡ,
A plundering, robbery, X.Hier.1.36, Ps.-Phoc. 46 (pl.), A.R.2.303, Plu.Eum.9 (pl.).
German (Pape)
[Seite 23] ἡ, das Beutewegtreiben, Beutemachen; Xen. Hier. 1, 36; Ap. Rh. 2, 302. Von
Greek (Liddell-Scott)
λεηλᾰσία: ἡ, τὸ λεηλατεῖν, Ξεν. Ἱέρ. 1, 36, Ψευδο-Φωκυλ. 41, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 303, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
enlèvement de butin, pillage.
Étymologie: cf. λεηλατέω.
Greek Monolingual
η (Α λεηλασία, επικ. τ. λεηλασίη) λεηλατώ
αποκόμιση λείας, διαρπαγή, λαφυραγώγηση, καταλήστευση («καὶ πλοῡτον ἐκ...λεηλασιῶν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
λεηλᾰσία: ἡ, συλλογή λαφύρων, αρπαγή, ληστεία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λεηλᾰσία: ἡ захват добычи, ограбление Xen., Plut.