πετευριστήρ
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A tumbler, acrobat, Man.4.278.
Greek Monolingual
και πεταυριστήρ, -ῆρος, ὁ Α
1. ακροβάτης
2. μτφ. ο ψύλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετευρίζομαι «αναπηδώ, χορεύω πάνω σε σανίδα» + επίθημα -τήρ (πρβλ. κυβιστη-τήρ)].