στολισμός

From LSJ
Revision as of 19:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολισμός Medium diacritics: στολισμός Low diacritics: στολισμός Capitals: ΣΤΟΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: stolismós Transliteration B: stolismos Transliteration C: stolismos Beta Code: stolismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A equipping, dressing, θεῶν OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.6 (Rosetta, ii B.C.).    2 equipment, dress, LXX 2 Ch.9.4, al., Aristeas 96, BGU 1.3 (iii A.D.), Pap. in Sitzb.Heidelb. Akad.1923(2).18;= pectorale, Gloss.

German (Pape)

[Seite 946] ὁ, das Ausrüsten, die Kleidung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στολισμός: ὁ, τὸ στολίζειν, περιβάλλειν δι’ ἐνδύματος, στ. θεῶν Ἐπιγρ. Rosett. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 6, πρβλ. 8795. 2) ἐνδυμασία, ἱματισμός, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Θ΄, 4, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ στολίζω
νεοελλ.
καλλωπισμός, διακόσμηση (α. «στολισμός τών οδών με σημαίες» β. «χριστουγεννιάτικος στολισμός»)
μσν.-αρχ.
1. ένδυση, το να ντύνει κανείς κάποιον με επίσημα ή καλοδιαλεγμένα ενδύματα και κοσμήματα («πρὸς στολισμὸν τῶν θεῶν», επιγρ.)
2. ενδυμασία (α. «περιβέβλημαι στολισμὸν κατακρίσεως καὶ σκότους», Μηναί.
β. «στολισμός ἀνδρός», ΠΔ).