συνερανίζω

From LSJ
Revision as of 11:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερᾰνίζω Medium diacritics: συνερανίζω Low diacritics: συνερανίζω Capitals: ΣΥΝΕΡΑΝΙΖΩ
Transliteration A: syneranízō Transliteration B: syneranizō Transliteration C: syneranizo Beta Code: sunerani/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ίσω Plu.2.963b: pf. -ηράνικα Phld.Vit.p.24J.:— join in contributing, contribute jointly, τὰς χρείας ἀλλήλοις App.BC 2.9, cf. D.L.4.38:—Med., receive contributions, Plu.Ages.35.    II collect, gather, τινας Phld. l.c., Luc.Lex.17; παραδείγματα Plu.2.963b:— Med., ὀλίγα ἐκ τῆς γραφῆς ῥήματα Them.Or.21.252d:—Pass., αἱ . . ἐκ πλειόνων -ισμέναι δυνάμεις Ph.1.386; συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων (v.l. σύγκλυδος) ὄχλου collected by chance contributions from... Pl.Ax. 369a, cf. D.H.Isoc.3, S.E.M.7.295, Gal.14.676, 18(1).193.

Greek (Liddell-Scott)

συνερᾰνίζω: ἀπὸ κοινοῦ συνεισφέρω, τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 9, πρβλ. Διογ. Λ. 4. 38. ― Μέσ., δέχομαι συνεισφοράς, Πλουτ. Ἀγ. 35. ΙΙ. συλλέγω, συνάγω, συναθροίζω, «μαζεύω», τοσοῦτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου Λουκ. Λεξιφ. 17· παραδείγματα Πλούτ. 2. 963Β, κτλ. ― Παθητ., συνηρανισμένος ἐκ συγκλύδων ὄχλος, συνηθροισμένος τυχαίως ἐκ..., Πλάτ. Ἀξ. 369Α, παρ. Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 295, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 3.

French (Bailly abrégé)

rassembler l’argent d’une cotisation ; simpl. rassembler, réunir.
Étymologie: σύν, ἐρανίζω.

Greek Monolingual

Α
1. συνεισφέρω από κοινού με άλλους («τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον», Φιλόδ.)
2. συλλέγω, μαζεύω από πολλές μεριές («τοσοῡτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐρανίζω (< ἔρανος)].

Greek Monotonic

συνερᾰνίζω: μέλ. -σω, συνεισφέρω από κοινού, συλλέγω, συγκεντρώνω, συναθροίζω, σε Λουκ. — Μέσ., δέχομαι συνεισφορές, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνερᾰνίζω:
1) устраивать складчину: τινὶ ἐπαρκεῖν καὶ σ. Diog. L. устраивать складчину для помощи кому-л.;
2) собирать, скапливать (παραδείγματα Plut.): τὸ ἐκ τούτων συνερανισμένον Sext. составленное из этих (признаков целое).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ερανίζω bij elkaar rapen. [Plat.] Ax. 369a. med., abs. bijdragen voor zich verzamelen. Plut. Ages. 35.6.

Middle Liddell

fut. σω
to join in contributing, to collect, Luc.:—Mid. to receive contributions, Plut.