τιθηνέω

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθηνέω Medium diacritics: τιθηνέω Low diacritics: τιθηνέω Capitals: ΤΙΘΗΝΕΩ
Transliteration A: tithēnéō Transliteration B: tithēneō Transliteration C: tithineo Beta Code: tiqhne/w

English (LSJ)

   A take care of, tend, nurse, LXX Si.30.9, BGU 859.4 (ii A.D.), Orph.H.63.15:—Pass., Hp.Art.60.    II elsewh. in Med. (aor. ἐτιθήνατο, as if fr. τιθαίνομαι, Luc.Trag.94), nurse, suckle, Thgn.1231, Men.Sam.32; tend as nurse, παῖδα νεογνόν h.Cer. 142, cf. X.Cyr.8.5.19.    2 tend, fosler, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν S.OC1050 (lyr.), cf. Simon.148,172.

German (Pape)

[Seite 1113] warten, pflegen, eigtl. von der Amme od. Wärterinn, gew. im med., τιθηνοίμην H. h. Cer. 142; ἡ τιθηνουμένη, Amme, Luc. Zeux. 4; Plut. Pyrrh. 2; – übh. wie θεραπεύω, bedienen, warten, hegen, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν, Soph. O. C. 1054; sp. D.; vgl. Schäf. melet. p. 82; Xen. Cyr. 8, 5, 19 ἠν σὺ πολλάκις παῖς ὥν ἐτιθηνήσω, schmeicheln.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθηνέω: περιποιοῦμαι, περιθάλπω, τρέφω ὡς τροφός, «τιθηνεῖ· τρέφει» (Ἡσύχ.), ζῴων πάντων, ὁπόσα ἐν κόλποισι τιθηνεῖ γαῖα θεὰ μήτηρ καὶ πόντιος εἰνάλιος Ζεὺς Ὀρφ. Ὕμν. 62. 15. - Παθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 826. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ἴδε Schäf. Mel. σελ. 82), τρέφω ὡς τροφός, θηλάζω, παῖδα νεογνὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142, πρβλ. Θέογν. 1231, Σιμωνίδ. 150, 173· περιποιοῦμαι ὡς τροφός, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 19. 2) διατηρῶ, διατρέφω, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν Σοφ. Ο. Κ. 1050· - ὁ ἀόρ. ἐτιθήνατο, ὥσπερ ἐξ ἐνεστ. τιθαίνομαι, ἀπαντᾷ ἐν Λουκιανοῦ Τραγῳδοποδάγρᾳ 94.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
allaiter ; nourrir, prendre soin de;
Moy. τιθηνέομαι-οῦμαι;
1 allaiter ; ἡ τιθηνουμένη LUC la nourrice;
2 p. ext. nourrir, élever ; entourer de soins, soigner, cultiver.
Étymologie: τιθήνη.