νωθρεία

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ἡ,

   A sluggishness, torpor, indolence, Erot. s.v. βλακεύειν, Aristid.Quint.2.3, v.l. in Poll.3.122.

Greek (Liddell-Scott)

νωθρεία: ἡ, νωθρότης, δυσκινησία, χαυνότης, Πολυδ. Γ΄, 122., Θ΄, 137, Κλήμ. Ἀλ. 850, κτλ. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. συχνάκις φέρεται νωθρία, Ἰων. -ίη, Ἱππ. 79Η, 151G.

Greek Monolingual

νωθρεία, ἡ (ΑΜ) νωθρεύω
νωθρότητα, οκνηρότητα.