χέρσος

Revision as of 23:33, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

later Att. χέρρος, ἡ,

   A dry land, opp. water, ἐπὶ χέρσου, opp. ἐν πόντῳ, Od.10.459, cf. 15.495; κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ χέρσον 9.147; λάϊγγας ποτὶ χ. ἀποπλύνεσκε θάλασσα 6.95; κῦμα . . βοάᾳ ποτὶ χ. Il.14.394; κῦμα . . χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει 4.425; χέρσον ἱκέσθαι Od.9.486, 542; ἐπὶ χέρσω Sapph.Supp.9.10; κατὰ χέρσον A.Pers.873 (lyr.), E.IT884 (lyr.); χέρσῳ on or by land, A.Pers.977 (lyr.), Ag.558, E.Hel.1066: prov., ἐν πόντῳ νᾶες, ἐνχέρσῳ πόλεμοι Pi.O.12.4, cf. N.1.62; πολλὰ . . ἐκ θαλάσσης, πολλὰ δ' ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται A.Pers.707 (troch.); πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χ., of the realm of Hades, Id.Th.860(lyr.).—In Hom. the gender cannot be determined, fem. Pi.Fr.75.17 (dub.l.), A.Supp.31 (anap.), Thphr.CP3.13.3, D.S.3.15, etc.: pl., ἐν ταῖς χέρσοις on barren soils, Thphr.HP8.6.4.    II after Hom. as Adj., χέρσος, ον, dry, firm, of land, Hdt.2.99; Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον to the mainland of Europe, Pi. N.4.70; ἐν κονίᾳ χέρσῳ, opp. πόντῳ, ib.9.43.    2 dry, hard, barren, τῆς χώρης ἐούσης χ. Hdt.4.123; στύφλος δὲ γῆ καὶ χ. S.Ant.251; παραδοῦναι [τὴν γῆν] χέρρον, i.e. ψιλήν, without a crop on it, IG22.2492.16; χ. καὶ ἄκανθα ἔσται ἡ γῆ LXX Is.7.24; χέρσα waste places, A.Fr.189; χ. λιμήν a harbour left dry, AP9.427 (Barb.): freq. in Pap., PAmh.2.31.12 (ii B. C.), etc.    3 metaph., barren, of women, χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους S.OT1502.    b c. gen., barren of, πυρὰ χέρσος ἀγλαϊς μάτων E.El.325. (Cf. Skt. hárṣate 'become stiff, bristle', Avest. zarštva- 'stone', Lat. horreo.)

German (Pape)

[Seite 1351] ἡ, auch ὁ, att. χέῤῥος, 1) das feste Land, im Ggstz des Wassers, bes. des Meeres; oft bei Hom., bei dem das Genus nicht zu erkennen ist; οὔτε θαλάσσης κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον Il. 14, 394; ἐν πόντῳ im Ggstz von ἐπὶ χέρσου Od. 10, 459, vgl. 11, 401; κύματα μακρὰ κυλινδομενα προτὶ χέρσον 9, 147; ἐν πόντῳ νᾶες, ἐν χέρσῳ πόλεμοι Pind. Ol. 12, 3, u. öfter, wie Tragg., z. B. Aesch. Pers. 693. 852 Ag. 544 Eur. Hipp. 149 I. T. 884; im Ggstz von ἅλς Bian. 2 (IX, 227), ἐπὶ τῆς χέρσου D. Sic. 1, 87. – Bes. auch unbebau'tes, wüstes, unfruchtbares Land, Sp. – 2) als adj., festländisch; Her. 2, 99; χέρσος Εὐρώπα, das Festland von Europa, Pind. N. 4, 20; κονία 9, 43; – unbebau't, wüst, unfruchtbar; τὰ χέρσα Aesch. frg. bei B. A. 1167; Soph. στυφλὸς δὲ γῆ καὶ χέρσος Ant. 251; Her. 4, 123; vgl. Inscr. 93; – übertr. vom weiblichen Geschlecht, unverheirathet, kinderlos, δηλαδὴ χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους ὑμᾶς χρεών Soph. O. R. 1502; – übh. leer, τινός, z. B. πυρὰ χέρσος ἀγλαϊσμάτων Eur. El. 323. – Verwandt mit χῆρος, ξηρός, σχερός.

Greek (Liddell-Scott)

χέρσος: νεώτερ. Ἀττικ. χέρρος, ἡ, ξηρὰ γῆ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν πόντῳ, Ὀδ. Κ. 459, πρβλ. Ο. 495· κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ χέρσον Ι. 147· λάϊγγας ποτὶ χ. ἀποπλύνεσκε θάλασσα Ζ. 95· κῦμα .. βοάᾳ ποτὶ χ. Ἰλ. Ξ. 394· κῦμα.. χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει Δ. 425· ἢ ἁπλῶς, χέρσον ἱκέσθαι Ὀδ. Ι. 486, 542· οὕτω, κατὰ χέρσον Αἰσχύλ. Πέρσ. 871, Εὐρ. Ι. Τ. 884· παροιμ., ἐν πόντῳ νᾶες, ἐν χέρσῳ πόλεμοι Πινδ. Ο. 12. 5, πρβλ. Ν. 1. 95· - ἁπλῶς, χέρσῳ, ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἢ διὰ ξηρᾶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 978, Ἀγ. 558, Εὐρ. Ἑλ. 1069 πολλὰ.. ἐκ θαλάσσης, πολλὰ δ’ ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 707· πάνδοκον εἰς ἀφανῇ τε χ., ἐπὶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἅιδου, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 860. - Παρ’ Ὁμήρ. τὸ γένος δὲν δύναται νὰ ὁρισθῇ, οὔτε πανταχοῦ παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς· ἀλλὰ κεῖται ὡς θηλυκ. παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 45. 15, Αἰσχύλ. Ἱκ. 31, καὶ παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 13. 3, Διοδ. 3. 15, κλπ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐν ταῖς χέρσοις Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 8. 6, 4. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ὡς ἐπίθ., χέρσος, ον, ξηρός, στερεός, ἐπὶ γῆς, Ἡρόδ. 2. 99· Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον, πρὸς τὴν ἠπειρωτικὴν Εὐρώπην, ἢ πρὸς τὴν Εὐρωπαϊκὴν ἤπειρον, Πινδ. Ν. 4. 115· ἐν κονίᾳ χέρσῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πόντῳ, αὐτόθι 9. 103. 2) ὡς καὶ νῦν, ξηρός, τραχύς, σκληρός, ἄγονος, ἀκαλλιέργητος, «χέρσος», τῆς χώρης ἐούσης χέρσου Ἡρόδ. 4. 123· στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος Σοφ. Ἀντ. 251· παραδοῦναι [τὴν γῆν] χέρρον, δηλ. ψιλήν, ἄνευ γεννημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 16 χέρσα, ἔρημοι τόποι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 206· χ. λιμήν, ἀποξηρανθείς, Ἀνθ. Π. 9. 427. 3) μεταφορ., ἄγονος, ἄτεκνος, στεῖρος, ἐπὶ γυναικῶν, χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους Σοφ. Ο. Τ. 1502· μετὰ γεν., ἐστερημένος τινός, πυρὰ χέρσος ἀγλαϊσμάτων Εὐρ. Ἠλ. 325. (Πρβλ. ξηρὸς ἐν τέλει).

French (Bailly abrégé)

ος, ον ; néo-att. χέρρος;
I. sec, solide, dur en parlant de la terre, du sol;
II. p. suite :
1 ferme, solide, particul. de terre ferme, continental ; ἡ χέρσος (γῆ) la terre ferme, le continent : ἑπὶ χέρσου OD, κατὰ χέρσον, χέρσῳ ESCHL sur la terre ferme, sur le continent;
2 stérile, inculte, qui est en friche ; fig. stérile, privé d’enfants.
Étymologie: R. Χερ, manquer de ; cf. χέρης.

English (Autenrieth)

dry land, shore.

English (Slater)

χέρσος (ἡ)
   1 dry land ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε (O. 12.4) ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας (N. 1.62) ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός (N. 4.70) πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι (N. 9.43) χέρσον ἔσω fr. 6a. f. [ἀμβρόταν χέρσον (v. l. χθόν) fr. 75. 16.] adv., χερσόθεν: ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν, ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει (O. 2.73)

Greek Monolingual

(I)
ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α
η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, της υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ.
γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ», Ευρ.
δ. «κῡμα... χέρσῳ ῥηγνύμενον... βρέμει», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) χέρσῳ
πάνω στην ξηρά ή διά ξηράς
2. φρ. «ἀφανὴς χέρσος» — το βασίλειο του Άδη (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χέρσος ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα gher(s)- «παγώνω, γίνομαι σκληρός, φρίττω» (πρβλ. αρχ. ινδ. harsate «σκληραίνω, ορθώνομαι», λατ. horreo «φρίττω», hirsutus «ξηρός, τραχύς», βλ. και λ. χήρ). Η σύνδεση της λ. με τους τ. ξερόν, ξηρός, σχερός δεν θεωρείται πιθανή].
(II)
-α, -ο / χέρσος, -ον, ΝΜΑ, και λόγ. τ. θηλ. -ος Ν, πιθ. τ. θηλ. -η ή -α Α
1. (για τόπο) ακαλλιέργητος, αυτός που δεν έχει καλλιεργηθεί ή ο άγονος, που δεν μπορεί να καλλιεργηθεί (α. «χέρσο χωράφι» β. «χέρσου τῆς γῆς ἀφειμένης», Δίον. Αλ.
γ. «στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος», Σοφ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε ηπειρωτική περιοχή, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα ή προς τα νησιά (α. «η Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» β. «Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον», Πολυδ.
γ. «Κυκλάδας ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις χέρσους τε παράλους», Ευρ.)
αρχ.
1. ξηρός, αποξηραμένος (α. «τῆς δὲ νῡν χέρσου τῆς ἀμπέλου», πάπ.
β. «χέρσος λιμήν», Ανθ. Παλ.)
2. (για γυναίκα) αυτή που δεν έκανε παιδιά, άγονη, στείρα, στέρφα
3. (με γεν.) στερημένος από κάτι, κενός, άδειος («πυρὰ χέρσος ἀγλαϊσμάτων», Ευρ.)
4. το θηλ. ως ουσ.χέρσος
ακαλλιέργητος τόπος
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χέρσα
έρημα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χέρσος ως επίθ. (βλ. ουσ. χέρσος)].

Greek Monotonic

χέρσος: μεταγεν., Αττ. χέρρος, ἡ,
I. ξηρή γη, ἐπὶ χέρσου, αντίθ. προς το ἐν πόντῳ, σε Ομήρ. Οδ.· κύματα κυλινδόμενα προτὶ χέρσον, σε Ομήρ. Οδ.· κῦμα χέρσῳ ῥηγνύμενον, σε Ομήρ. Ιλ.· χέρσῳ, πάνω ή από τη γη, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. 1. ως επίθ., χέρσος, -ον, ξηρός, στερεός, αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, σε Ηρόδ.· ἐν κονίᾳ χέρσῳ, αντίθ. προς το πόντῳ, σε Πίνδ.
2. ξηρός, σκληρός, άγονος, σε Ηρόδ., Σοφ.· χέρσος λιμήν, λιμάνι που αφέθηκε να ξηρανθεί, σε Ανθ.
3. μεταφ., στείρος, χωρίς παιδιά, άτεκνος, λέγεται για γυναίκες, σε Σοφ.· με γεν., στερημένος από κάτι, πυρὰ χέρσος ἀγλαϊσμάτων, σε Ευρ. (πιθ. από την ίδια ρίζα με το ξηρός).

Russian (Dvoretsky)

χέρσος:
I новоатт. χέρρος 2
1) (о земле) сухой, твердый, материковый Her.: Εὐρώπα χ. Pind. европейский материк;
2) сухой, безводный, бесплодный (χώρα Her.; γῆ Soph.): χ. λιμήν Anth. высохшая или обмелевшая гавань;
3) бесплодный, бездетный (χ. καὶ ἄγαμος Soph.);
4) лишенный: πυρὰ χ. ἀγλαϊσμάτων Eur. костер без (погребальных) приношений.
II новоатт. χέρρος ἡ (sc. γῆ) сухая земля, суша, материк: χέρσον Hom. к земле, на берег; χέρσῳ καλύπτειν τοὺς θανόντας ἐναλίους Eur. хоронить на суше тех, кто умер в море; πάνδοκος χ. Aesch. приемлющая всех земля, т. е. Аид.

Middle Liddell

χέρσος, λατερ αττιξ χέρρος, ἡ,
I. dry land, land, ἐπὶ χέρσου, opp. to ἐν πόντῳ, Od.; κύματα κυλινδόμενα προτὶ χέρσον Od.; κῦμα χέρσῳ ῥηγνύμενον Il.; χέρσῳ on or by land, Aesch., Eur.
II. as adj., χέρσος, ον, dry, firm, of land, Hdt.; ἐν κονίᾳ χέρσῳ, opp. to πόντῳ, Pind.
2. dry, hard, barren, Hdt., Soph.; χ. λιμήν a harbour left dry, Anth.
3. metaph. barren, without children, of women, Soph.: c. gen. barren of, πυρὰ χέρσος ἀγλαϊσμάτων Eur. [Prob. from same Root as ξηρός.]

Frisk Etymology German

χέρσος: {khérsos}
Forms: att. χέρρος
Grammar: f.
Meaning: festes Land, Festland (ep. poet. seit Il.; Gegensatz: Meer, See), trockenes, unfruchtbares, unbebautes Land, Ödland, auch Adj. trocken, unfruchtbar, wüst, meist prädikativisch, was eine substantivische Auffassung zuläßt (Hdt., Trag., Thphr., LXX, Pap. u.a.; Preisigke Wb. s.v. m. Lit.), auch übertr. von Frauen (S.); zur Bed. Finzenhagen Terminologie 59f.
Composita : Oft als Vorderglied, z.B. χερσόνησος (χερρο-, metr. gekürzt χερο-) f. "Festlandsinsel", d.h. Insel, die mit dem Festland zusammenhängt, Halbinsel (vgl. Risch IF 59, 57), auch als ON (ion. att.), mit χερσονήσιον, -ίζω usw.; χερσοκόπος m. der unbebautes Land bearbeitet mit -κοπέω, -κοπία (hell. Pap.). Vereinzelt als Hinterglied, z.B. ἀρακόχερσος f. ‘mit ἄ. bewachsenes Ödland’ (Pap.).
Derivative: Davon 1. die Adv. χέρσονδε ans feste Land (Φ 238 u.a.), χερσόθεν vom festen Lande (Pi., E.), -όθι ‘am. festen Lande’ (AP). 2. Adj. χερσαιος ‘auf dem Lande (Festlande) lebend’ (ion. att.), -ινος ib. (Plin.), -ώδης unfruchtbar (Pap.). 3. Subst. χερσίτης m. Bebauer von Ödland (Pap. IIIa), -ία (-εία) f. Ödland, ἐρημία (Pap., H.); auch παραχερσία von einem Acker (PTeb. 378, 13; 265p), von *παράχερσος ‘an der χ. gelegen’ (vgl. πάραλος, -ία), ‘einer χ. nahekommend’; ἐν π. ‘in einem Zustand, der einer χ. nahekommt’. 4. Verba: a) χερσεύω (συν-, ἐκ-) auf dem festen Lande leben (S. u. E. Fr. [beide unsicher], Plu.), öde, unbebaut, wüst liegen, machen (X., Arist., Pap. u.a.); b) -όομαι (κεχερσωμένη), -όω (χερσώσαντες) öde, wüst liegen, machen (Pap., LXX, Plu.).
Etymology : Zur Bildung vgl. die ebenfalls unklaren νῆσος, τέλσον (weitere Vermutungen bei Forbes Glotta 36, 261 f.); Genus wie νῆσος, γῆ u.a. Ohne sichere Etymologie. Seit Fick 1, 435 (fragend), 2, 107 zu aind. hárṣate, hŕ̥ṣyati starr werden, sich sträuben, lat. horreō, -ēre emporstarren, starr sein, wozu noch (mit dial. i für e) hirsūtus struppig, rauh u. a.; weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 610, Pok. 445f. (ĝhers- starren), W.-Hofmann s. horreō und hircus. Anders Specht KZ 66, 201 f. : Metathese von ξερός, ebenso σχερός. — Ob hinter der substantivischen Bed. von χέρσος eine noch ältere adjektivische (scil. γῆ) liegt, wie man allgemein annimmt, steht dahin. In unserer Überlieferung ist die adj. Funktion nachweislich sekundär. — S. auch χήρ.
Page 2,1090-1091