ἐπιχαρής

From LSJ
Revision as of 22:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχαρής Medium diacritics: ἐπιχαρής Low diacritics: επιχαρής Capitals: ΕΠΙΧΑΡΗΣ
Transliteration A: epicharḗs Transliteration B: epicharēs Transliteration C: epicharis Beta Code: e)pixarh/s

English (LSJ)

ές,

   A gratifying, agreeable, τίς ὧδε τλησικάρδιος.., ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῆ; A.Pr.161 (lyr.); πόρνη καλὴ καὶ ἐ. LXX Na.3.4.    II of a person, rejoiced at, πτώματι ἐχθρῶν LXX Jb.31.29.

German (Pape)

[Seite 1002] ές, 11 erfreuend, angenehm, τινί, Aesch. Prom. 160. – 21 erfreut worüber, τινί, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχᾰρής: -ές, εὐχάριστος, χαροποιός, τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ; Αἰσχύλ. Πρ. 160. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ χαίρων ἐπί τινι, εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΑ΄, 29).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
réjouissant, agréable.
Étymologie: ἐπιχαίρω.

Greek Monolingual

ἐπιχαρής, -ές (Α)
1. ευχάριστος, χαροποιός («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» — ποιός απ’ τους θεούς είναι τόσο ασυγκίνητος ώστε αυτά να τον χαροποιούν; Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που χαίρεται για κάτι («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου» — αν χάρηκα για την πτώση, την ήττα τών εχθρών μου, ΠΔ)
3. (για πρόσωπο) ελκυστικός, γοητευτικόςπόρνη καλή καὶ ἐπιχαρής», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρής < χάρος, το ή θ. χαρ- (ε-χάρ-ην)].

Greek Monotonic

ἐπιχᾰρής: -ές (χαρά), ευχάριστος, αρεστός, προσηνής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχᾰρής: радостный, приятный (τινι Aesch.).

Middle Liddell

ἐπι-χᾰρής, ές χαρά
gratifying, agreeable, Aesch.