γυιοπαγής

From LSJ
Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοπᾰγής Medium diacritics: γυιοπαγής Low diacritics: γυιοπαγής Capitals: ΓΥΙΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: gyiopagḗs Transliteration B: guiopagēs Transliteration C: gyiopagis Beta Code: guiopagh/s

English (LSJ)

ές,

   A stiffening the limbs, νιφάς AP6.219 (Antip.); κάματοι IG3.779.6.

German (Pape)

[Seite 508] νιφάς, die Glieder erstarren machend. Antip. Sid. 27 (VI, 219).

Greek (Liddell-Scott)

γυιοπᾰγής: -ές, ὁ σκληρύνων, ἀποναρκῶν τὰ μέλη, νιφὰς Ἀνθ. ΙΙ. 6. 219· κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 853. 6.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui engourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, πήγνυμι.

Spanish (DGE)

(γυιοπᾰγής) -ές
que pone rígidos los miembros, que los paraliza νιφάς AP 6.219.6 (Antip.Sid.), κάματοι IG 22.3783.6 (II a.C.).

Greek Monolingual

γυιοπαγής, -ές (Α)
αυτός που παγώνει ή ναρκώνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. αρτιπαγής, συμπαγής)].

Greek Monotonic

γυιοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που συσφίγγει, σκληραίνει, αποναρκώνει τα μέλη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γυιοπᾰγής: сковывающий члены (νιφάς Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιοπαγής -ές [γυῖον, πήγνυμι] die ledematen doet verstijven.

Middle Liddell

γυῖον, πήγνυμι
stiffening the limbs, Anth.