διορθεύω

From LSJ
Revision as of 21:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορθεύω Medium diacritics: διορθεύω Low diacritics: διορθεύω Capitals: ΔΙΟΡΘΕΥΩ
Transliteration A: diortheúō Transliteration B: diortheuō Transliteration C: diortheyo Beta Code: diorqeu/w

English (LSJ)

= sq., only in E.Supp.417 μὴ διορθεύων λόγους not

   A judging rightly of words.

Greek (Liddell-Scott)

διορθεύω: τῷ ἑπομ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 417, μὴ διορθεύων λόγους, μὴ κρίνων ὀρθῶς περὶ λόγων· ἴδε Matthia ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

c. διορθόω.

Spanish (DGE)

dirigir correctamente fig. πῶς ἂν μὴ διορθεύων λόγους ὀρθῶς δύναιτ' ἂν δῆμος εὐθύνειν πόλιν; E.Supp.417.

Greek Monolingual

διορθεύω (Α) ορθεύω
κρίνω ορθά.

Greek Monotonic

διορθεύω: μέλ. -σω, κρίνω σωστά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διορθεύω: делать прямым: δ. λόγους Eur. правильно рассуждать.

Middle Liddell

fut. σω
to judge rightly, Eur.