εὐπρεπίζω

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρεπίζω Medium diacritics: εὐπρεπίζω Low diacritics: ευπρεπίζω Capitals: ΕΥΠΡΕΠΙΖΩ
Transliteration A: euprepízō Transliteration B: euprepizō Transliteration C: efprepizo Beta Code: eu)prepi/zw

English (LSJ)

in Pass.,

   A to be acceptable, Aq.Ps.140(141).6.

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐπρεπίζω) ευπρεπής
κάνω κάτι ευπρεπές, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευτρεπίζω
μσν.
μέσ. εὐπρεπίζομαι
1. είμαι προικισμένος με κάτι
2. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος
αρχ.
παθ. είμαι δεκτός, ευπρόσδεκτος.