ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
Full diacritics: εὐπρεπίζω | Medium diacritics: εὐπρεπίζω | Low diacritics: ευπρεπίζω | Capitals: ΕΥΠΡΕΠΙΖΩ |
Transliteration A: euprepízō | Transliteration B: euprepizō | Transliteration C: efprepizo | Beta Code: eu)prepi/zw |
in Pass.,
A to be acceptable, Aq.Ps.140(141).6.
(ΑΜ εὐπρεπίζω) ευπρεπής
κάνω κάτι ευπρεπές, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευτρεπίζω
μσν.
μέσ. εὐπρεπίζομαι
1. είμαι προικισμένος με κάτι
2. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος
αρχ.
παθ. είμαι δεκτός, ευπρόσδεκτος.