γαλακτίζω

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

   A to be milky in appearance, Dsc.2.144, 175.    2 form a milky way, Phlp.in Mete.117.20.

German (Pape)

[Seite 470] milchweiß sein, Philo; – pass., gesäugt werden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτίζω: εἶμαι ὡς τὸ γάλα λευκός, Διοσκ. 2. 174.

Spanish (DGE)

1 ser blanco como la leche Dsc.2.144, 175.
2 dejar una estela blanca como la leche Phlp.in Mete.117.20.
3 de pers. ser amamantado Ph.1.660 (var.).

Greek Monolingual

και γαλαχτίζω (AM γαλακτίζω) γάλα
νεοελλ.
ασβεστώνω, ασπρίζω
αρχ.-μσν.
τρέφω με γάλα
αρχ.
1. είμαι λευκός σαν το γάλα
2. διαγράφω τροχιά σαν του Γαλαξία.