μετεγκλίνω

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεγκλίνω Medium diacritics: μετεγκλίνω Low diacritics: μετεγκλίνω Capitals: ΜΕΤΕΓΚΛΙΝΩ
Transliteration A: metenklínō Transliteration B: metenklinō Transliteration C: metegklino Beta Code: metegkli/nw

English (LSJ)

[ῑ], in Pass.,

   A change inclination simultaneously with, Cleom.1.5.

Greek Monolingual

μετεγκλίνω (ΑΜ)
παθ. μετεγκλίνομαι
μεταβάλλω την κλίση ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐγ-κλίνω «μεταβάλλω την κλίση»].