ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
Full diacritics: μετεγκλίνω | Medium diacritics: μετεγκλίνω | Low diacritics: μετεγκλίνω | Capitals: ΜΕΤΕΓΚΛΙΝΩ |
Transliteration A: metenklínō | Transliteration B: metenklinō | Transliteration C: metegklino | Beta Code: metegkli/nw |
[ῑ], in Pass.,
A change inclination simultaneously with, Cleom.1.5.
μετεγκλίνω (ΑΜ)
παθ. μετεγκλίνομαι
μεταβάλλω την κλίση ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐγ-κλίνω «μεταβάλλω την κλίση»].