συναπογράφομαι
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
[γρᾰ], Med.,
A enter one's name together with others, as a candidate, Plu.Aem.3. b register at the same time, τὴν γυναῖκα PGrenf. 2.49.9 (ii A.D.), etc.:—Pass., Sammelb.7440.35 (ii A.D.). 2 σ. τινί enter one's name with his, as a supporter, support him, be his follower, Posidon.36 J., cf. S.E.M.10.45, Ath.9.385c. II receive the impression of, τῶν οὐκ ἀστείων τὰ πταίσματα Porph.Chr.27; copy, represent exactly, πάντα Ptol.Geog.1.1.1:—later in Act., Eust.ad D.P. p.78.30 B.
German (Pape)
[Seite 1002] med., sich mit unterschreiben; Plut. Aem. Paull. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 45; auch = sich Etwas mit abschreiben.
Greek (Liddell-Scott)
συναπογράφομαι: μέσ., ἐγγράφω τὸ ὄνομά μου μετ’ ἄλλων ὡς ὑποψήφιος καὶ ἐγώ, Πλουτ. Αἰμίλ. 3. 2) ὁμοίως, σ. τινι, ἐγγράφω τὸ ὄνομά μου μετὰ τοῦ ὀνόματος ἑτέρου τινὸς ὡς ὑποστηρίζων τὴν γνώμην του, ὑποστηρίζω τινά, εἶμαι ὀπαδός τινος, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 214, 385C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 45· ― οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. συναπογραπτέον, πρέπει τις νὰ ὑποστηρίζῃ, τοῖς ἀρίστοις Κικ. πρ. Ἀττ. 9. 4, 2. ΙΙ. ἀπογράφω ἢ ἀντιγράφω ὁμοῦ, παριστάνω ἀκριβῶς, πάντα Πλωτ. 1. 1, 1· οὕτω τὸ ἐνεργ. παρ’ Εὐστ. εἰς Διον. Π. σ. 78. 30.
French (Bailly abrégé)
se faire inscrire avec, càd se mettre sur les rangs pour une candidature.
Étymologie: σύν, ἀπογράφω.
Greek Monolingual
ΜΑ
(μσν. μόνον το ενεργ
συναπογράφω) αντιγράφω, παριστάνω ακριβώς (α. «συναπογράφει καὶ τὰ βραχύτατα», Ευστ.
β. «συναπογραφομένη πάντα», Πτολ.)
αρχ.
1. εγγράφω το όνομά μου μαζί με άλλους ως υποψήφιος
2. καταγράφω επίσης σε κατάλογο («συναπογραψάμενος καὶ τὴν γυναῑκά μου», πάπ.)
3. εγγράφω το όνομά μου μαζί με το όνομα ενός άλλου ως υποστηρικτής του, είμαι οπαδός κάποιου
4. απογράφω ή αντιγράφω μαζί.
Greek Monotonic
συναπογράφομαι: Μέσ., εγγράφω το όνομά μου, καταγράφομαι μαζί με άλλους ως υποψήφιος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συναπογράφομαι: (ᾰφ)
1) вместе записываться (в качестве кандидата), выставлять и свою кандидатуру Plut.:
2) досл. ставить свою подпись, перен. присоединяться: συναπογράψαι τινί Sext. примкнуть к чьему-л. мнению.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναπογράφομαι [σύν, ἀπογράφομαι (ἀπογράφω)] zich ook inschrijven (als kandidaat voor een ambt).
Middle Liddell
Mid. to enter one's name together with others, as a candidate, Plut.