σφραγιστός
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
English (LSJ)
ή, όν,
A stamped with the public seal, μέτρον IG22.1013.67. 2 marked, καμήλους πέντε σφραγιστούς BGU869.11 (cf. iii p.7, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1052] besiegelt, gestempelt; μέτρον σφραγιστόν, geaichtes Maaß, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
σφρᾱγιστός: -ή, -όν, ἐσφραγισμένος, σεσημειωμένος διὰ τῆς δημοσίας σφραγῖδος, μέτρον Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 67.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σφραγιστός, -ή, -όν, ΝΑ σφραγίζω
αυτός που έχει σφραγιστεί, που φέρει αποτύπωμα σφραγίδας, σφραγισμένος
νεοελλ.
ερμητικά κλειστός
αρχ.
1. (ιδίως) σφραγισμένος με δημόσια σφραγίδα, με την επίσημη σφραγίδα της πολιτείας
2. σημαδεμένος με οτιδήποτε («καμήλους... σφραγιστούς», πάπ.).