ἐνυμενόσπερμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A with seeds enclosed in a membrane, i.e. husk, Thphr.HP8.3.4.
German (Pape)
[Seite 860] den Samen in einer Haut habend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνῠμενόσπερμος: -ον, ἐπὶ φυτῶν, τὸ ἔχον τὸ σπέρμα ἐγκεκλεισμένον ἐντὸς ὑμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 4.
Spanish (DGE)
-ον
bot. que tiene las semillas encerradas en una membrana o vaina, del subgrupo de plantas llamadas himenospermas op. ἐναγγειόσπερμος, γυμνόσπερμος Thphr.HP 8.3.4.
Greek Monolingual
ἐνυμενόσπερμος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει το σπέρμα κλεισμένο μέσα σε υμένα.