κυκλίζω
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
A cause to revolve, τὰ ἐναντία περὶ τὴν μένουσαν οὐσίαν Olymp. in Phd.p.145 N.:—Pass., revolve, ib.p.130 N., al.; to be enclosed as in a circle, ἡ οἰκουμένη -ίζεται ἐν τέτταρσι μέρεσιν Agatharch.64. II intrans. in Act., revolve, Dam.Pr. 23.
German (Pape)
[Seite 1526] = κυκλέω, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλίζω: περιστρέφω τι περί τι, τι περί τι Ὀλυμπιόδ. ἐν Φαίδωνι 115. 23 Finckh. ― Παθ., περιστρέφομαι, αὐτόθι 21, κτλ.· ἐγκλείομαι ὡς ἐν κύκλῳ, Ἀγαθαρχ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 47.
Greek Monolingual
κυκλίζω (Α) κύκλος
1. περιστρέφω
2. (ενεργ. και παθ.) περιστρέφομαι γύρω από κάτι
3. περικλείω με κύκλο («τῆς ὅλης οικουμένης, ἐν τέτταρσι κυκλιζομένης μέρεσιν, ἀνατολής, δύσεως, ἄρκτου καὶ μεσημβρίας», Αγαθαρχ.).