κανηφορικός

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of the Κανηφόροι, κόσμος IG 22.333c10.

Greek (Liddell-Scott)

κανηφορικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κανηφόρον, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν CIA.I. 152.

Greek Monolingual

κανηφορικός, -ή, -όν (Α) κανηφόρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κανηφόρο.