μυλλαίνω

From LSJ
Revision as of 17:26, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυλλαίνω Medium diacritics: μυλλαίνω Low diacritics: μυλλαίνω Capitals: ΜΥΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: myllaínō Transliteration B: myllainō Transliteration C: myllaino Beta Code: mullai/nw

English (LSJ)

(μυλλός A)

   A distort the mouth, make mouths or mock at, Phot. s.v. σιλλαίνει. μυλλάς, άδος, ἡ, (μύλλω) prostitute, Id. (μυλάς cod.), Suid. (v.l. μυλάς). μυλλάω, = μυλλαίνω, in pf. μεμύλληκε, Hsch. μύλλη· λεῖα, Id.; cf. μυμεῖ. μυλλίζω, = μυλλαίνω, Phot. and Suid. s.v. σιλλαίνει.

German (Pape)

[Seite 217] den Mund, die Lippen (μύλλος) verziehen, höhnisch lachen, verspotten, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μυλλαίνω: (μυλλὸς) στραβώνω τὸ στόμα, κάμνω μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ σιλλαίνω, Φώτ. ἐν λ. σιλλαίνω· πρβλ. μύλλω.

French (Bailly abrégé)

tordre la bouche, faire la moue.
Étymologie: μύλλα.

Greek Monolingual

μυλλαίνω (Α) μύλλον
στραβώνω το στόμα για εμπαιγμό, κάνω μορφασμούς με τα χείλια για να περιπαίξω κάποιον, μυκτηρίζω.