παράφωνος

From LSJ
Revision as of 19:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράφωνος Medium diacritics: παράφωνος Low diacritics: παράφωνος Capitals: ΠΑΡΑΦΩΝΟΣ
Transliteration A: paráphōnos Transliteration B: paraphōnos Transliteration C: parafonos Beta Code: para/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A sounding beside παράφωνοι, οἱ, accompaniment, obbligato, Longin.28.1.    II sounds midway between consonances and dissonances, e.g. the tritone, Gaud.Harm.8.

German (Pape)

[Seite 507] daneben tönend; τὰ παράφωνα, die mit anklingenden Töne, Longin. de subl. 28, 1; φθόγγοι, Music.

Greek (Liddell-Scott)

παράφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ πλησίον ἠχῶν, παράφωνοι, οἱ, ἁρμονίαι τινὲς οἵα ἡ διὰ πέντε, Λογγῖν. 28. 2, ἔνθα ἴδε Weisk. ἀλλὰ παρὰ τῷ Gaudent., «παράφωνοι δὲ φθόγγοι οἱ μέσοι μὲν συμφώνου καὶ διαφώνου, ἐν δὲ τῇ κρούσει (κράσει Meibom.) σύμφωνοι» κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράφωνος, -ον ΝΑ
νεοελλ.
1. (για μουσ. φθόγγο) αυτός που ηχεί κακώς, που παραβιάζει την αρμονία, δυσαρμονικός, παράχορδος
2. (για πρόσ.) κακόφωνος, παράτονος, φάλτσος
αρχ.
1. μουσ. αυτός που συνηχεί, που βγάζει ήχους ή φθόγγους μαζί με άλλον
2. στον πληθ. οἱ παράφωνοι
(ενν. φθόγγοι) μερικές συμφωνίες αρμονίες, όπως η διά πέντε
3. ο μέσος φθόγγος μεταξύ συμφωνίας και παραφωνίας.
επίρρ...
παράφωνα / παραφώνως ΝΑ
νεοελλ.
κακόφωνα, φάλτσα
αρχ.
με συνήχηση φθόγγων, με συμφωνία, με αρμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -φωνός (< φωνή)].