προαναπλάσσω
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
A transform before, ἐπὶ τὸ βέλτιον Hipparch. ap. Stob.4.44.81; imagine beforehand, Posidon.Stoic.3.131.
German (Pape)
[Seite 707] vorher umbilden, τὰ ὑπὸ φύσιος δεδομένα ἐπὶ τὸ βέλτιον προαναπλάσαντες, Hippocr. bei Stob. fl. 108, 81.
Greek (Liddell-Scott)
προαναπλάσσω: μέλλ. -πλάσω, ἀναπλάσσω πρότερον, ἐπὶ τὸ βέλτιον Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 20.
Greek Monolingual
ΜΑ
αναπλάσσω προηγουμένως, ανασχηματίζω από πριν
αρχ.
επινοώ, εφευρίσκω προηγουμένως.