προσαναμένω
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
A await besides, D.S.15.41, 16.85, PLond.3.948.9 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 749] (s. μένω), dabei, noch dazu erwarten, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναμένω: ἀναμένω προσέτι, Διόδ. 15. 41., 16. 85.
Greek Monolingual
Α ἀναμένω
περιμένω κάποιον ακόμη.
Russian (Dvoretsky)
προσαναμένω: ожидать еще (τὰς ἀποκρίσεις Diod.).