κρουσιλύρης

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουσιλύρης Medium diacritics: κρουσιλύρης Low diacritics: κρουσιλύρης Capitals: ΚΡΟΥΣΙΛΥΡΗΣ
Transliteration A: krousilýrēs Transliteration B: krousilyrēs Transliteration C: krousilyris Beta Code: krousilu/rhs

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A striking the lyre, Orph.H.31.3.

German (Pape)

[Seite 1514] ὁ, die Lyra schlagend, spielend, Orph. H. 30, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κρουσιλύρης: -ου, ὁ, ὁ κρούων τὴν λύραν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 3.

Greek Monolingual

κρουσιλύρης, ὁ (Α)
αυτός που παίζει λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -λυρης (< λύρα), πρβλ. ηδυ-λύρης, χρυσο-λύρης. Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερ-ψίμβροτος].