λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: λοιμοποιός | Medium diacritics: λοιμοποιός | Low diacritics: λοιμοποιός | Capitals: ΛΟΙΜΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: loimopoiós | Transliteration B: loimopoios | Transliteration C: loimopoios | Beta Code: loimopoio/s |
όν,
A causing a pestilence, Vett.Val.6.29.
λοιμοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί λοιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + -ποιός (< ποιῶ)].