μεταπειστός
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
όν,
A open to persuasion, Pl.Ti.51e; μ. ὑπὸ λόγου Id.Def.414c.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεταπειστός, -ή, -όν και μετάπειστος, -η, -ον) μεταπείθω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῑ, τὸ δὲ μεταπειστόν», Πλάτ.).
Russian (Dvoretsky)
μεταπειστός: или μετάπειστος 2 поддающийся переубеждению, которого можно убедить Plat.