νίκαθρον

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

τό,

   A thankoffering for victory, IG5 (1).267 (Sparta).

Greek (Liddell-Scott)

νίκαθρον: τό, «ἔπαθλον, ἐπινίκιον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νίκαθρον, το (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἔπαθλον, ἐπινίκιον», ευχαριστήρια προσφορά για νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα -θρον (πρβλ. βάρα-θρον)].