προσκαινουργέω
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
A work some new thing, πολλά J.AJ17.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαινουργέω: ἐργάζομαι νέον τι κακόν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 11, 2.