συναγοράζω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
pf.
A συνηγόρᾰκα IG22.903.6:—buy up, τὸν σῖτον πάντα Arist.Oec.1347b5, cf. PCair.Zen.106.3 (iii B.C.), PEnteux.2.3,11 (iii B.C.), PMich.Zen.42.3 (iii B.C., Pass.), SIG976.52 (Samos, ii B.C., Pass.), Posidon.36J., Ath.1.6a (Pass.). II frequent the marketplace with, τισι Plu.2.796d.
German (Pape)
[Seite 996] zusammenkaufen; Arist. oec. 2, 9; D. Sic. 19, 91; perf. pass., Ath. I, 6 a.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγοράζω: μέλλ. -άσω, ἀγοράζω ὁμοῦ ἢ ὁλικῶς, τὸν σῖτον πάντα Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 1, πρβλ. Ἀθήν. 6Α, 214Ε.
French (Bailly abrégé)
acheter avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀγοράζω.
Greek Monolingual
Α
1. αγοράζω μαζί
2. συχνάζω μαζί με κάποιον στην αγορά.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰγοράζω:
1) скупать (τὸν σῖτον πάντα Arst.);
2) вместе проводить время на рыночной площади (συμπίνειν καὶ σ. Plut.).