πρόσδετος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A tied to a thing, μετώποις, λίθῳ, E.Rh.307, APl.4.147 (Antiphil.). II fixed, Heliod. ap. Orib. 49.2.3.
German (Pape)
[Seite 755] angebunden; Eur. Rhes. 307, τινί, z. B. λίθῳ, Antiph. 13 (Plan. 147).
Greek (Liddell-Scott)
πρόσδετος: -ον, δεδεμένος πρός τι πρᾶγμα, τινι Εὐρ. Ρῆσ. 307, Ἀνθ. Πλαν. 147.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
attaché à.
Étymologie: προσδέω¹.
Greek Monolingual
-ον, Α προσδέω (Ι)]
1. ο δεμένος με κάτι
2. στερεωμένος, καρφωμένος.
Greek Monotonic
πρόσδετος: -ον, δεμένος μ' ένα πράγμα, τινι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πρόσδετος: привязанный, прикрепленный (μετώποις ἱππικοῖσι Eur.).
Middle Liddell
πρόσ-δετος, ον,
tied to a thing, τινι Eur.