συνερπύζω

From LSJ
Revision as of 20:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερπύζω Medium diacritics: συνερπύζω Low diacritics: συνερπύζω Capitals: ΣΥΝΕΡΠΥΖΩ
Transliteration A: synerpýzō Transliteration B: synerpyzō Transliteration C: synerpyzo Beta Code: sunerpu/zw

English (LSJ)

   A creep or go together, Opp.H.1.328: also συνέρπω, Arr. Epict.2.24.18, AP4.4.5 (Agath.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

συνερπύζω: ἕρπω ὁμοῦ, Ὀππ. Ἁλ. 1. 328· ― ὡσαύτως, συνέρπω, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 24, 18, Ἀνθ. Π. 4. 4, 5.

Greek Monolingual

Α
προχωρώ σερνόμενος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἑρπύζω «σέρνομαι»].

Greek Monolingual

Α
προχωρώ σερνόμενος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἑρπύζω «σέρνομαι»].