συρρίπτω
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
A throw together, κώμας εἴκοσι εἰς πόλιν D.S.15.72.
Greek (Liddell-Scott)
συρρίπτω: ῥίπτω ὁμοῦ, ἑνώνω, κώμας μ’ εἰς πόλιν Διόδ. 15. 72.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
συρρίπτω: досл. сбрасывать в кучу, перен. соединять, включать (κώμας τετταράκοντα εἰς τὴν πόλιν Diod.).