νοοπλανής

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοοπλᾰνής Medium diacritics: νοοπλανής Low diacritics: νοοπλανής Capitals: ΝΟΟΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: nooplanḗs Transliteration B: nooplanēs Transliteration C: nooplanis Beta Code: nooplanh/s

English (LSJ)

ές,

   A wandering in mind, deranged, ib.4.197.    II Act., distracting the mind, ib.29.69.

Greek (Liddell-Scott)

νοοπλᾰνής: -ές, ὁ πλανώμενος τὸν νοῦν, παράφρων, Νόνν. Δ. 4. 197. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν πλανῶν, ὁ ἐπιφέρων παραφροσύνην, αὐτόθι 29. 69.

Greek Monolingual

νοοπλανής, -ές (Α)
1. φρενοβλαβής
2. αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει παραφροσύνη («νοοπλανὲς ἴχνος», Noνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. δολο-πλανής, ψυχο-πλανής].