οἰκοδομητέον
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
A one must build, Id.R. 424d.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ οἰκοδομῶ, δεῖ οἰκοδομεῖν, Πλάτ. Πολ. 421D.
Greek Monotonic
οἰκοδομητέον: ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να χτιστεί, να οικοδομηθεί, σε Πλάτ.