πολύρροδος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ον,
A abounding in roses, λειμῶνες Ar.Ra.449 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύρροδος: -ον, (ῥόδον) ὁ ἔχων ἀφθονίαν ῥόδων, λειμὼν Ἀριστοφ. Βάτρ. 548.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plein de roses.
Étymologie: πολύς, ῥόδον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά ρόδα, πολλά τριαντάφυλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόδον (πρβλ. φοινικό-ρροδος].
Greek Monotonic
πολύρροδος: -ον, άφθονος σε τριαντάφυλλα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πολύρροδος: обильно поросший розами (λειμών Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύρροδος -ον [πολύς, ῥόδον] rijk aan rozen.
Middle Liddell
πολύρ-ροδος, ον, ῥόδον
abounding in roses, Ar.