τοσαυταπλάσιος

From LSJ
Revision as of 04:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοσαυταπλάσιος Medium diacritics: τοσαυταπλάσιος Low diacritics: τοσαυταπλάσιος Capitals: ΤΟΣΑΥΤΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: tosautaplásios Transliteration B: tosautaplasios Transliteration C: tosaftaplasios Beta Code: tosautapla/sios

English (LSJ)

[πλᾰ], α, ον,

   A so many fold, so many times or so much more, corresponding to relat. ὁσαπλάσιος, Id.Pr. 917b23, 929b14; the same multiple as, Euc.5.1, Archim.Sph.Cyl.1.2, etc.:—also τοσαυτα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Id.Aequil. 1.6, al., Theo Sm. P.76H.

German (Pape)

[Seite 1130] so vielfach, so viel Male mehr, Arist. probl. 19, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τοσαυτᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, τοσάκις πολλαπλάσιος, τοσάκις πλειότερος ἢ μεγαλύτερος, ἀνταποδιδόμενον πρὸς τὸ ὁσαπλάσιος, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 2.

Greek Monolingual

-ασία, -ον, Α
1. τόσες φορές πολλαπλάσιος, περισσότερος ή μεγαλύτερος
2. πολλαπλάσιος εξίσου με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. της αντων. τοσοῦτος + -πλάσιος].

Russian (Dvoretsky)

τοσαυταπλάσιος: (λᾰ) во столько раз больший: τ. ὅσοςἀριθμός Arst. пропорциональный числу.