τελεσσίτοκος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ον, Ep. for Τελεσίτ-,
A completing the birth, Nonn.D.48.890.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσσίτοκος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τελεσιτ-, ἡ τελειοποιοῦσα τὸν τοκετόν, Νόνν. Δ. 48. 8. 0.
Greek Monolingual
και τελεσίτοκος, -ον, Α
τελειοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. μνησί-τοκος, με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].