ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Full diacritics: τυμπᾰνόδουπος | Medium diacritics: τυμπανόδουπος | Low diacritics: τυμπανόδουπος | Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΔΟΥΠΟΣ |
Transliteration A: tympanódoupos | Transliteration B: tympanodoupos | Transliteration C: tympanodoupos | Beta Code: tumpano/doupos |
ον,
A sounding with drums, Orph.H.14.3.
τυμπᾰνόδουπος: -ον, ὁ ἠχῶν διὰ τῆς κρούσεως τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 3.
-ον, Α
αυτός που ηχεί με την κρούση τυμπάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + δοῦπος (πρβλ. ασπιδό-δουπος)].