τυμπανόδουπος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνόδουπος Medium diacritics: τυμπανόδουπος Low diacritics: τυμπανόδουπος Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: tympanódoupos Transliteration B: tympanodoupos Transliteration C: tympanodoupos Beta Code: tumpano/doupos

English (LSJ)

ον,

   A sounding with drums, Orph.H.14.3.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνόδουπος: -ον, ὁ ἠχῶν διὰ τῆς κρούσεως τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ηχεί με την κρούση τυμπάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + δοῦπος (πρβλ. ασπιδό-δουπος)].