τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Full diacritics: ἐριστέφᾰνος | Medium diacritics: ἐριστέφανος | Low diacritics: εριστέφανος | Capitals: ΕΡΙΣΤΕΦΑΝΟΣ |
Transliteration A: eristéphanos | Transliteration B: eristephanos | Transliteration C: eristefanos | Beta Code: e)riste/fanos |
ον,
A eminently crowned, epith. of Rhea, Rev.Ét. Gr.19.268 (Aphrodisias).
ἐριστέφανος, -ον (Α) (ως επίθ. της Ρέας)
αυτός που φέρει στο κεφάλι ψηλό στέμμα, ανυψωμένο στεφάνι επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + στέφανος.