ἱπποσόας

From LSJ
Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποσόας Medium diacritics: ἱπποσόας Low diacritics: ιπποσόας Capitals: ΙΠΠΟΣΟΑΣ
Transliteration A: hipposóas Transliteration B: hipposoas Transliteration C: ipposoas Beta Code: i(pposo/as

English (LSJ)

ου, ὁ, (σεύω)

   A driving horses, ἄνδρες Pi.P.2.65; Ἰόλαος Id.I.5(4).32:—fem. ἱπποσόα, epith. of Artemis, Id.O.3.26 (as Subst., Pae.9.7):—also ἱπποσσόος, ον, Nonn.D.37.320.

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ, Rossetummler, Ἰὁλαος Pind. I. 4, 35, ἄνδρες P. 2, 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποσόας: -ου, ὁ, (σεύω) διεγείρων εἰς δρόμον τοὺς ἵππους, Πινδ. Π. 2. 119, Ι. 5 (4). 40· - θηλ. ἱπποσόα, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 3. 47· καὶ ἱπποσόος, ον, Νόνν. Δ. 37. 320.

English (Slater)

ἱπποσόας m. adj.,
   1 driving horses ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι (P. 2.65) ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (Tricl.: ἱπποσίας codd.) (I. 5.33)

Greek Monolingual

ἱπποσόας και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α)
1. αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («ἱπποσόας Ἰόλαος», Πίνδ.)
2. το θηλ. ίπποσόα
επίθ. της θεάς Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -σόας (< σεύω «κυνηγώ»). Τα υπόλοιπα αντίστοιχα συνθ. του ρ. σχηματίζονται σε -σσοος (πρβλ. βοο-σσόος, λαο-σσόος)].

Russian (Dvoretsky)

ἱπποσόας: ου adj. m погоняющий коней (Ἰόλαος Pind.).