ἀκρόδετος

From LSJ
Revision as of 11:14, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόδετος Medium diacritics: ἀκρόδετος Low diacritics: ακρόδετος Capitals: ΑΚΡΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: akródetos Transliteration B: akrodetos Transliteration C: akrodetos Beta Code: a)kro/detos

English (LSJ)

ον,

   A bound at end or top, AP6.5 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ ἄκρον ἢ τὴν κορυφήν, Ἀνθ. Π. 6. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié par l’extrémité ou par le haut.
Étymologie: ἄκρος, δέω¹.

Spanish (DGE)

-ον atado en la punta δούνακες AP 6.5 (Phil.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκρόδετος, -ον)
ο δεμένος με άλλον από την άκρη ή την κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + δετός < δέω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδεσία, ακροδετώ].

Greek Monotonic

ἀκρόδετος: -ον, δεμένος στην άκρη ή στην κορυφή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόδετος: сверху обвязанный (δούνακες Anth.).

Middle Liddell

bound at the end or top, Anth.