ἀνεμφάνιστος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμφάνιστος Medium diacritics: ἀνεμφάνιστος Low diacritics: ανεμφάνιστος Capitals: ΑΝΕΜΦΑΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anemphánistos Transliteration B: anemphanistos Transliteration C: anemfanistos Beta Code: a)nemfa/nistos

English (LSJ)

ον,

   A without formal notification, δωρεαί, opp. ἐμφανεῖς, Just.Nov.162.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμφάνιστος: -ον, ὁ μὴ ἐμφανιζόμενος, Ἰουστινιαν. Νεαρὰ ΡΞΒ΄, 1.

Spanish (DGE)

-ον sin notificación formal δωρεαί Iust.Nou.162.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (-ος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική πλάκα
2. (Νομ.) όποιος έχει κλητευθεί αλλά δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εμφανίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].